χάπενινγκ

χάπενινγκ
(happening). Διεθνής θεατρικός όρος που χαρακτηρίζει θεάματα βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό. Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα to happen = συμβαίνει και επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας 1960-70, όταν δόθηκαν οι πρώτες παραστάσεις του είδους στις ΗΠΑ. Θέαμα σύνθετο, αποτελείται κυρίως από σκετς, ποιήματα και μουσική. Στιγμιότυπο από αντιπολεμικό χάπενινγκ στην Αθήνα (φωτ. ΑΠΕ). Χάπενινγκ στη Τζακάρτα της Ινδονησίας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα εναντίον των βασανιστηρίων (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”