- χάπενινγκ
- (happening). Διεθνής θεατρικός όρος που χαρακτηρίζει θεάματα βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό. Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα to happen = συμβαίνει και επικράτησε στις αρχές της δεκαετίας 1960-70, όταν δόθηκαν οι πρώτες παραστάσεις του είδους στις ΗΠΑ. Θέαμα σύνθετο, αποτελείται κυρίως από σκετς, ποιήματα και μουσική.
Στιγμιότυπο από αντιπολεμικό χάπενινγκ στην Αθήνα (φωτ. ΑΠΕ).
Χάπενινγκ στη Τζακάρτα της Ινδονησίας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα εναντίον των βασανιστηρίων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.